- καταλώ
- 1. καταστρέφω, φθείρω2. χωνεύω3. διακόπτω τη νηστεία εν μέρει ή τελείως για λόγους υγείας ή με άδεια που παρέχεται από την εκκλησία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κατελῶ* με αφομοίωση τού -ε- προς το -α-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλῶ — καταλέω grind pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταλέω grind pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταλέω grind pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταλέω grind pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) κατειλέω force into a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)